- κειμήλιος
- -ο (ΑΜ κειμήλιος, -ον)το ουδ. ως ουσ. το κειμήλιο(ν)πολύτιμο αντικείμενο που φυλάγεται ως ενθύμιονεοελλ.-μσν.το ουδ. ως ουσ. καθετί που έχει μεγάλη ιστορική, ηθική, καλλιτεχνική ή συναισθηματική αξία («κειμήλια τής Επανάστασης τού 1821)αρχ.1. το ουδ. ως ουσ. α) μέρος τής ακίνητης περιουσίαςβ) λείψανο αγίουγ) (για πρόσ.) μτφ. απόκτημα, θησαυρός2. (μόνο το αρσ. και θηλ. τού επιθ.) αποθησαυρισμένος, αποθηκευμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κειμ- τού κεῖμαι + κατάλ. -ήλιος (πρβλ. γαμ-ήλιος)].
Dictionary of Greek. 2013.